- ρυθμοποιία
- η, / ῥυθμοποιία, ΝΑ [ῥυθμοποιός](αρχ. ελλ. μουσ.) η δύναμη που δημιουργεί τον ρυθμό και που έχει σκοπό να συνθέσει και να μετατρέψει σε ρυθμικό σχήμα τον λόγο, το μέλος και την κίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυθμοποιία — ῥυθμοποιίᾱ , ῥυθμοποιία making of time fem nom/voc/acc dual ῥυθμοποιίᾱ , ῥυθμοποιία making of time fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμοποιίας — ῥυθμοποιίᾱς , ῥυθμοποιία making of time fem acc pl ῥυθμοποιίᾱς , ῥυθμοποιία making of time fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμοποιίαν — ῥυθμοποιίᾱν , ῥυθμοποιία making of time fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμοποιιῶν — ῥυθμοποιία making of time fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аристоксен — Тарентский Аристоксен, Аристоксен Тарентский (Ἀριστόξενος ὀ Ταραντίνος, родился около 360 до н. э. предполож … Википедия